- κατελέγοντο
- καταλέγωlay downimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτυγχάνω — Α [τυγχάνω] 1. συμβαίνω, γίνομαι εκ τών προτέρων («δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευσε δοῡναι», Πίνδ.) 2. επιτυγχάνω πρώτος ή πρωτύτερα («ἐς τὰς φυλὰς ὅμοια τοῑς προτυχοῡσιν, ἕκαστοι κατελέγοντο», Αππ.) … Dictionary of Greek